- κνῶνται
- κνάωBis Acc.pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)κνάωBis Acc.pres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφρύκνηστον — ὀφρύκνηοτον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κνῶ «ξύνω»] … Dictionary of Greek